Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Δύσκολοι οι καιροί


Δύσκολοι οι καιροί






Μετακομίζω
κάθε που νοιώθω τους δρόμους κλειστούς
μ’ ένα κομμάτι μου όλο και κάπου ν’ αφήνω  
όλο και κάπου να ξεμένει
σε μνήμες και σιωπές  παγιδευμένο
σαν μια πληγή που ξεχνιέται  
μετέωρη και θρυμματισμένη
σαν πόνος που ζωγραφίζει τις πληγές
στα χέρια και στα γόνατα
και ξαφνικά καταλαβαίνω
πως όλα γίνανε τόσο γρήγορα
μέχρι που τέλειωσαν
χωρίς καν να προφτάσω να δω  
πως με προσπέρασαν και χάθηκαν
δίχως να συνειδητοποιήσω
την τροχιά και το χρόνο τους
τον κύκλο μέσα σε κύκλους
σε χρόνους διαφορετικούς
ξένους και γνώριμους τόσο

είναι που γίνανε δύσκολοι οι καιροί
και πέτρωσαν τα όνειρά μας




Το άρωμα # Πάτρικ Ζίσκιντ (Patrick Suskind)


Το άρωμα # Πάτρικ Ζίσκιντ (Patrick Suskind)





Τον δέκατο όγδοο αιώνα έζησε στη Γαλλία ένας άντρας που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές εκείνης της εποχής, μιας εποχής ωστόσο πλούσιας σε μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές. Αυτή εδώ είναι η ιστορία του. Ονομαζόταν Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγκι αν τ’ όνομά του έχει πια ξεχαστεί, σε αντίθεση με τα ονόματα άλλων μεγαλοφυών τεράτων όπως ο Ντε Σαντ, ο Σεν Ζιστ, ο Φουσέ κι ο Βοναπάρτης, αυτό δεν συνέβη επειδή ο Γκρενούιγ υπολειπόταν αυτών των φημισμένων καθαρμάτων σε εγωπάθεια, ανηθικότητα και περιφρόνηση για το γένος των ανθρώπων ο Γκρενούιγ ξεχάστηκε γιατί η μεγαλοφυΐα του και η μοναδική του φιλοδοξία περιορίζονταν σ’ ένα πεδίο που δεν αφήνει ίχνη στην ιστορία: στο φευγαλέο βασίλειο της όσφρησης. Την εποχή για την οποία μιλάμε, κυριαρχούσε στις πολιτείες μια δυσωδία αφάνταστη για μας τους σημερινούς ανθρώπους. Οι δρόμοι έζεχναν κοπριά κι οι αυλές κάτουρα, οι σκάλες σάπιο ξύλο και ποντικοκούραδα, οι κουζίνες μύριζαν νοτισμένο κάρβουνο και αρνίσιο λίπος· τα σπίτια δεν αερίζονταν ποτέ και βρωμοκοπούσαν μούχλα, οι κρεβατοκάμαρες ανάδιναν τη βαριά μυρωδιά των λιγδιασμένων σεντονιών, των υγρών παπλωμάτων και τη γλυκόξινη αποφορά του καθηκιού. Από τα καμίνια μύριζε το θειάφι, από τα ταμπάκικα βρομούσαν τα οξέα, απ’ τα σφαγεία ξεχυνόταν η μυρωδιά του χυμένου αίματος. Οι άνθρωποι μύριζαν ιδρώτα κι απλυσιά· τα χνώτα τους βρομούσαν χαλασμένα δόντια και κρεμμύδι· και τα κορμιά τους, όταν περνούσαν πια τα πρώτα νιάτα μύριζαν πολυκαιρισμένο τυρί, ξινισμένο γάλα και κακοφορμισμένες πληγές. Τα ποτάμια, οι πλατείες, οι εκκλησίες, οι γέφυρες και τα παλάτια ανάδιναν βρόμα και δυσωδία. Βρομούσαν οι γεωργοί αλλά και οι παπάδες, βρομούσαν οι τεχνίτες αλλά κι οι γυναίκες των εμπόρων, βρομούσε ολόκληρη η αριστοκρατία, βρομούσε ακόμα κι ο βασιλιάς — μάλιστα! — βρομούσε σαν άγριο θηρίο, κι η βασίλισσα σαν γριά κατσίκα, χειμώνα-καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχε μπει ακόμα φραγμός στην καταλυτική δραστηριότητα των βακτηριδίων έτσι, δεν υπήρχε ανθρώπινο έργο, δημιουργικό ή καταστροφικό, δεν υπήρχε έκφραση της ζωής, στην άνθιση ή στην παρακμή της, που να μη συνοδεύεται απαραίτητα από τις ανάλογες μυρωδιές. Και φυσικά η δυνατότερη βρόμα βασίλευε στο Παρίσι, αφού το Παρίσι ήταν η μεγαλύτερη πολιτεία της Γαλλίας. Μέσα στο Παρίσι υπήρχε πάλι ένα μέρος, όπου η δυσωδία ήταν πιο αβάσταχτη απ’ οπουδήποτε αλλού — ανάμεσα στην οδό Ο-Φερ και στην οδό ντε-λα-Φερονερί, στο Κοιμητήριο των Αθώων. Οχτακόσια ολόκληρα χρόνια θάβονταν εδώ οι νεκροί του νοσοκομείου Οτέλ-Ντιε και των γειτονικών ενοριών, οχτακόσια ολόκληρα χρόνια μέρα με τη μέρα, έφταναν τα κάρα φορτωμένα πτώματα που τα σώριαζαν στους μακρόστενους λάκκους, οχτακόσια χρόνια γέμιζαν κόκαλα οι τάφοι και τα οστεοφυλάκια. Πολύ αργότερα, στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, κι αφού οι τάφοι ξεχείλισαν πια κι η δυσωδία του νεκροταφείου εξανάγκασε τους κατοίκους της περιοχής όχι σε απλές διαμαρτυρίες αλλά σε σωστές εξεγέρσεις, το Κοιμητήριο των Αθώων έκλεισε, οι σωροί των οστών και των κρανίων μεταφέρθηκαν στις κατακόμβες της Μονμάρτρης και στη θέση του νεκροταφείου στήθηκαν οι πάγκοι των ψαράδων και των μανάβηδων.[...]


[...] Σχημάτισαν γύρω του ένα κύκλο είκοσι, τριάντα άνθρωποι, κι ο κύκλος στένευε ολοένα και περισσότερο. Σε λίγο ο κύκλος δεν τους χωρούσε κι άρχισαν να σπρώχνονται και να στριμώχνονται γιατί ο καθένας ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά στο κέντρο. Και ξαφνικά γκρεμίστηκε μέσα τους και ο τελευταίος δισταγμός, ο κύκλος έκλεισε. Έπεσαν όλοι μαζί πάνω στην αγγελική αυτή ύπαρξη και την έριξαν κατάχαμα. Όλοι ήθελαν να τον αγγίξουν, να πάρουν ένα κομματάκι, μία ακρούλα απ’ το φόρεμα του, ένα φτεράκι, μια σπίθα της θαυμαστής φωτιάς που τον περιέβαλλε. Του ξέσκισαν τα ρούχα, του ξερίζωσαν τα μαλλιά, τον έγδαραν, έχωσαν στη σάρκα του τα νύχια και τα δόντια τους, σαν τις ύαινες έπεσαν επάνω του. Το ανθρώπινο σώμα όμως είναι γερό κι αντέχει και δεν κομματιάζεται τόσο εύκολα, ακόμα και τα άλογα δυσκολεύονται, όταν πρέπει να το κάνουν. Έτσι δεν άργησαν να βγουν τα μαχαίρια, τα στιλέτα, τα τσεκούρια, ό,τι είχε ο καθένας. Σε λίγα λεπτά ο άγγελος είχε κομματιαστεί σε τριάντα κομμάτια και κάθε μέλος της σπείρας πήρε το δικό του, αποτραβήχτηκε στη γωνιά του και το κατασπάραξε με ηδονή. Μισή ώρα αργότερα είχε εξαφανιστεί απ’ τη γη κάθε ίχνος του Ζαν·Μπατίστ Γκρενούιγ. Όταν μαζεύτηκαν πάλι γύρω απ’ τη φωτιά, κανείς δε μιλούσε. 

Πότε ο ένας, πότε ο άλλος έφτυνε κάποιο κοκαλάκι, πλατάγιζε τη γλώσσα του, έριχνε ένα κουρελάκι απ’ το μπλε κοστούμι στις φλόγες: ήταν όλοι αμήχανοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάπα. Όλοι τους, άντρες και γυναίκες, είχαν ξανασκοτώσει. Αλλά δεν είχαν ξαναφάει άνθρωπο! Ποτέ τους δε θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Κι απορούσαν, γιατί τους είχε φανεί εύκολο την ώρα που το έκαναν, και γιατί τώρα δεν ένιωθαν την παραμικρή τύψη. Αντίθετα! Αν το στομάχι τους ήταν βαρύ, η καρδιά τους ήταν ελαφριά. Το σκοτάδι της ψυχής τους το είχε φωτίσει η χαρά κι η ευχαρίστηση. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό να ντρέπονταν και να μην μπορούσαν να κοιταχτούν στα μάπα. Όταν τελικά τόλμησαν και είδαν ο ένας τον άλλον, στην αρχή δειλά κι ύστερα στα ίσια, χαμογέλασαν. Ένιωθαν αφάνταστη περηφάνια. Για πρώτη φορά στη ζωή τους είχαν κάνει κάτι από αγάπη. [...]








(Πάτρικ Ζίσκιντ, "Το άρωμα", Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 1986.)