Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Κατακόρυφος πτώση

Κατακόρυφος πτώση








Οπτικές παύσεις
πέφτω         πέφτω         πέφτω
ανοίγω τα μάτια
τα δάχτυλά μου φαγωμένα
ραμμένο το στόμα
λιώνω αμέτρητα ζευγάρια πόδια
αμέτρητα ζευγάρια χέρια
ηχώ λέξεις άηχες
κατεψυγμένες λέξεις
ξεπαγώνουν μέσα στο στόμα
χείμαρροι γίνονται
με πνίγουν

πετούμενου ευγενούς
παύση πετάγματος
πέφτω        
πέφτω        
πέφτω

γίνομαι σύννεφο
γίνομαι βροχή
μικρές σταγόνες γίνομαι
ύστερα γίνομαι ατμός
πόνος οξύς δαιμόνων
απουσία αφής φλεγόμενης  
πρώτη μου γλώσσα δέρματος

απουσία ήλιου αυτόφωτου
φορώ αέρα κρύο
αφέγγιστο χιόνι παλμικό
κίτρινο πύον ρέω
πόνος οσμογόνος γίνομαι
και άξαρκα με πνίγω





Γυναίκας μοίρα

ΠΈΜΠΤΗ, 9 ΜΑΪ́ΟΥ 20

Γυναίκας μοίρα



Οι εικόνες έρχονται σκληρές απολιθωμένες απάνθρωπες. Μένουν στα μάτια μετέωρες. Ύστερα σωριάζονται με γδούπο στα πλακάκια. Ο αέρας πυκνώνει επικίνδυνα. Σφίγγει το κεφάλι της μια μέγγενη. Τα διάκενα του μυαλού της πήζουν. 
Βουτά ως τα βάθη μιας ζωής ασάλευτης. Φτάνει ως το βυθό. Βίαια προσπαθεί ν’ αναδυθεί. Τότε απροειδοποίητα τη  χτυπά των δυτών η νόσος. Φυσαλίδες αζώτου. Τ’ αιμοφόρα αγγεία αποφράσσονται. Γίνεται άκαμπτο το σώμα. Πονάνε οι αρθρώσεις. Πονάει αφόρητα. Παραλύει.
Όπως τότε που η απόληξη του χεριού μαχαίρι ήτανε. Όπως τότε που η απόληξη του χεριού μαλλιά ξεριζωμένα.
Με τρόμο κι οδύνη σηκώνει το χέρι της. Σκουπίζεται. Όπως τότε που το πρόσωπό της μουσκεμένο με σάλιο απεχθές ήτανε. Όπως τότε που πάνω του, μπλε κίτρινη μαβιά φτύνανε χολή.
Ουρλιάζει μέσα της. Έξω σιωπηλή. Ο απροσμέτρητος  φόβος σφραγίζει το στόμα. Κλείνει τ’ αυτιά της. Τ’ αυτιά που τα τρυπούν λέξεις απάνθρωπες χυδαίες.
Όπως τότε που το στόμα σκισμένο. Όπως τότε που δόντια μύτη χείλη και μάτια αίμα στάζανε.
Σωριάζεται στο πάτωμα. Ένα μικρό κουβαράκι απροστάτευτο. Στα ρουθούνια της έρχεται βρώμα από αίμα κόπρανα και εμετό. Η δική της βρώμα είναι. Κείτεται εκεί, ανάμεσά τους, λιπόθυμη. Μόνη της, ύστερα απ’ ώρα πολύ, σηκώνεται. Σέρνει τα βήματά της ως το μπάνιο. Αφήνει ανήλεα τα μάτια της στον καθρέφτη να πέσουν. Τρομάζει. Λυγίζει. Θυμώνει. Με λύσσα μεγάλη πρόσωπο χέρια σώμα μυαλό και μνήμη ξεπλένει. Να γίνει πεντακάθαρη θέλει. Για πάντα ν' απαλαγεί απ' όλη τούτη τη βρώμα.
Τις εικόνες του εφιάλτη θέλει να διώξει. Τον πόνο, που ακόμα και τώρα κάποιες αδέσποτες στιγμές, ολοζώντανος στρογγυλοκάθεται μέσα της. Τα νύχια μπήγει στη σάρκα. Στην ψυχή της τη ρακένδυτη φορά καινούργια φτερά.
Δεν κρυώνει πια. Δεν κρυώνει. Δεν κρυώνει. Δεν κρυώνει… Τώρα τα νύχια της, νύχια πουλιού. Τώρα τα μάτια της γάλα και μέλι στάζουν. Όχι. Δεν τρέμει μαμά. Δεν πονάει μαμά. Τώρα πια δε λυγίζει. Τ' ακούς μαμά; Ακούς; Χέρια πόδια σπασμένα, μα καινούργια φτερά... Όχι. Τώρα πια δεν κρυώνει..